- υψίπολος
- -ον, ΜΑαυτός που περιφέρεται στα ύψη («ὑψίπολος Κρόνος», Νόνν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -πολος (< πόλος < πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. ἀμφί-πολος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑψιπόλοιο — ὑψίπολος soaring on high masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψιπόλοις — ὑψίπολος soaring on high masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέλω — και, μέσ., πέλομαι Α 1. βρίσκομαι σε κίνηση, κινούμαι, κατευθύνομαι («ἠύτε περ κλαγγὴ γεράνων πέλει οὐρανόθι πρό» κινείται, ανυψώνεται προς τον ουρανό, Ομ. Ιλ.) 2. (κυριολ. και μτφ.) επέρχομαι («γῆρας καὶ θάνατος ἐπ ἀνθρώποισι πέλονται» γηρατειά… … Dictionary of Greek
ύψι — Α επίρρ. (επικ. τ.) σε ύψος, ψηλά («Ζεὺς ἥμενος ὕψι κέλευεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὕψι ανάγεται στο θ. ὑπ (IE *up) τών ὑπό*, ὑπέρ, ὕπ ατος*, και εμφανίζει δυσερμήνευτο συριστικό s (πρβλ. ἀπό: ἄψ, ὀψέ και τα λατ. sub: sustines) και επίθημα … Dictionary of Greek